- κατέαγμα
- κατέαγμα, τὸ (Α) [κατεάσσω]μτγν. τ. τού κάταγμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεάγματα — κατέαγμα fragment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεάγματος — κατέαγμα fragment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek